- Κρονοθήκη
- Κρονο-θήκη, ἡ,A receptacle for old follies, ib.1054.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρονοθήκη — κρονοθήκη, ἡ (Α) δοχείο παλιών ανοησιών, κουτάκι με βλακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «μωρός, ανόητος» + θήκη] … Dictionary of Greek
Κρονοθήκη — receptacle for old follies fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek